- παρασυνήθως
- παρασυν-ήθως, Adv.A in a manner contrary to custom, PMasp.6.5 (vi A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παρασυνήθης — ες, Μ αυτός που γίνεται παρά τα συνηθισμένα, ασυνήθης, ασυνήθιστος. επίρρ... παρασυνήθως Μ παρά τα συνηθισμένα, ασυνήθως, ασυνήθιστα … Dictionary of Greek